κήρῡξ
1Κῆρυξ — Κήρυξ masc nom/voc sg …
2κῆρυξ — herald masc nom/voc sg …
3κήρυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της Αττικής, αρχηγέτης και επώνυμος του ιερατικού γένους των Κηρύκων. Τον θεωρούσαν γιο του Εύμολπου και πατέρα του Εύμολπου B’. Υπήρχε επίσης η άποψη ότι ήταν γιος του Ερμή και της Αγραύλου ή της Πανδρόσου ή της… …
4Αιολικός Κήρυξ — Εβδομαδιαία εφημερίδα με έδρα την Αθήνα (1953 58), που θεωρήθηκε ως συνέχεια του Κήρυκα, ημερήσιας εφημερίδας, που κυκλοφορούσε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) μέχρι τον γενικό εκτοπισμό των Ελλήνων κατοίκων της πόλης στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η ύλη… …
5Ημερήσιος Κήρυξ — Ονομασία καθημερινών εφημερίδων. 1. Εκδόθηκε το 1933 από τον I. Πασσά και συνέχισε την έκδοσή της έως το 1936. Το 1928, εξάλλου, ο Ι. Πασσάς ίδρυσε την καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος, που συνέχισε την έκδοσή της έως το 1932. 2.… …
6ГЛАШАТАЙ — • Κήρυξ, герольд, уже у Гомера имеет особенное значение и в силу важности его обязанности считается неприкосновенным. Как посредник между различными государствами, он стоял под защитой международного права (ср. Hdt. 7, 133 слл.).… …
7Κηρύκεσσι — Κήρυξ masc dat pl (epic aeolic) Κήρυκες masc dat pl (epic aeolic) …
8κηρύκεσσι — κῆρυξ herald masc dat pl (epic aeolic) …
9Κηρύκεσσιν — Κήρυξ masc dat pl (epic aeolic) Κήρυκες masc dat pl (epic aeolic) …
10κηρύκεσσιν — κῆρυξ herald masc dat pl (epic aeolic) …