1κήρωσις — κήρωσις, η (Α) [κηρώ] 1. το υλικό, η ουσία τού κεριού τών μελισσών («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», Αριστοτ.) 2. η επικάλυψη με κερί …
Dictionary of Greek
2κήρωσιν — κήρωσις material of bees wax fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)