κήλησις
1κήλησις — κήλησις, ἡ (Α) [κηλώ] 1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.) 2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.) …
2κήλησις — bewitching fem nom sg …
3κηλήσει — κήλησις bewitching fem nom/voc/acc dual (attic epic) κηλήσεϊ , κήλησις bewitching fem dat sg (epic) κήλησις bewitching fem dat sg (attic ionic) κηλέω charm aor subj act 3rd sg (epic) κηλέω charm fut ind mid 2nd sg κηλέω charm fut ind act 3rd sg …
4κηλήσεις — κήλησις bewitching fem nom/voc pl (attic epic) κήλησις bewitching fem nom/acc pl (attic) κηλέω charm aor subj act 2nd sg (epic) κηλέω charm fut ind act 2nd sg …
5κήλησιν — κήλησις bewitching fem acc sg …
6κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …
7κηλήσεως — κηλήσεω̆ς , κήλησις bewitching fem gen sg (attic) …
8κηλήσῃ — κηλήσηι , κήλησις bewitching fem dat sg (epic) κηλέω charm aor subj mid 2nd sg κηλέω charm aor subj act 3rd sg κηλέω charm fut ind mid 2nd sg …