κήληθρον

  • 1κήληθρον — κήληθρον, τὸ (Α) κήλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα (η)θρον (πρβλ. έλκ ηθρον, μέλπ ηθρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 2Κήληθρον — neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Κήληθρα — Κήληθρον neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 5κήλητρον — κήλητρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κήληθρον*, μαγικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ητρον (πρβλ. μίσ ητρον, φίλ ητρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 6κηλητήριος — κηλητήριος, ον (Α) 1. αυτός που θέλγει, που μαγεύει («δέξαι χοάς μου τάσδε κηλητηρίους», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κηλητήριον κήληθρον*, μαγικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 7κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …

    Dictionary of Greek