κήδῃ
1κήδη — κῆδος care about neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κῆδος care about neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
2κήδῃ — κήδω trouble pres subj mp 2nd sg κήδω trouble pres ind mp 2nd sg κήδω trouble pres subj act 3rd sg …
3κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …