κὴ προφορά
1προφορά — προφορά̱ , προφορά pronunciation fem nom/voc/acc dual προφορά̱ , προφορά pronunciation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2προφορᾷ — προφορά pronunciation fem dat sg (attic doric aeolic) …
3προφορά — η, ΝΜΑ [προφέρω] ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι… …
4προφορά — η η ενέργεια του προφέρω, η άρθρωση, ο τρόπος που προφέρει κανείς: Έχει ξενική προφορά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προφοράν — προφορά̱ν , προφορά pronunciation fem acc sg (attic doric aeolic) …
6προφοράς — προφορά̱ς , προφορά pronunciation fem acc pl …
7προφοραῖς — προφορά pronunciation fem dat pl …
8προφοραί — προφορά pronunciation fem nom/voc pl …
9προφορᾶς — προφορά pronunciation fem gen sg (attic doric aeolic) …
10προφορῶν — προφορά pronunciation fem gen pl προφορέομαι carry on the web by passing the weft to and fro pres part act masc nom sg (attic epic doric) …