κὴ κοιλίη
1κοιλίη — κοιλία cavity of the body fem nom/voc sg (epic ionic) …
2κοιλίῃ — κοιλία cavity of the body fem dat sg (epic ionic) …
3ευδιέξοδος — εὐδιέξοδος, ον (Α) αυτός που εξέρχεται με ευχέρεια («εὐδιέξοδος κοιλίη» εύκολη κένωση, Ιπποκρ.) …
4κατάπυκνος — η, ο (AM κατάπυκνος, ον) πολύ πυκνός αρχ. 1. πολύ δυσκοίλιος («κοιλίη κατάπυκνος», Ιπποκρ.) 2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί κάτι πολλές φορές …
5κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …
6ξυσματώδης — ξυσματώδης, ῶδες (Α) [ξύσμα] όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.) …
7πυριφλεγέθης — ες, Α αυτός που παρουσιάζει φλόγωση, πυριφλεγής («πυριφλεγέθης κοιλίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθης (< φλεγέθω, ποιητ. τ. τού φλέγω)] …
8σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …
9στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …
10στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …
- 1
- 2