κέρχνω

  • 1κέρχνω — (Α) [κέρχνος (II)] 1. (μτβ.) κάνω κάτι βραχνό ή τραχύ 2. (αμτβ.) είμαι βραχνός ή τραχύς …

    Dictionary of Greek

  • 2κερχνώ — κερχνῶ, όω (Α) [κέρχνος (II)] (κατά τον Ησύχ.) «κερχνῶσαι καταστίξαι καὶ οἷον τραχῡναι» …

    Dictionary of Greek

  • 3κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …

    Dictionary of Greek

  • 4κέρχνωμα — κέρχνωμα, τὸ (Α) [κερχνώ] (κατά τον Ησύχ.) «κερχνώμασι τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῡσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς ἴτυς τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων» …

    Dictionary of Greek