κέρας ἀμαλθείας

  • 11ENCHIRIDION — Graeca vox, quâ unum ex opusculis suis Augustinus insignivit; Manuale vulgo. Apud Graecos olim inter tralatitios librorum titulos. Plin. Prologo op. Inscriptionis apud Graecos mira felicitas. κηρίον inscripsêre alii κέρας ἀμαλθείας Iam Musae,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12Σωτίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αλεξανδρινός περιπατητικός φιλόσοφος και συγγραφέας, που άκμασε γύρω στο 50 μ.Χ. Δάσκαλος του Σενέκα, έγραψε το έργο Κέρας Αμαλθεΐας, όπου περιλαμβάνει παράδοξες και μυθικές διηγήσεις για την Ινδία. Από αυτό… …

    Dictionary of Greek

  • 13κορνο(σ)κόπιον — τὸ (Α) (στο Βυζάντιο) είδος γυναικείου κοσμήματος, πόρπης που έμοιαζε με το κέρας τής Αμαλθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornu copiae «κέρας τής Αμαλθείας (αφθονίας)». Το σ πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με τα ουσ. σε σκόπιον] …

    Dictionary of Greek

  • 14ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …

    Dictionary of Greek

  • 15Amalthéa — AMALTHÉA, æ, Gr. Ἀμάλθεια, ας, des Melisseus, Königes in Creta, Tochter, Didymus ap. Lactant. Instit. lib. I. c. 22. oder, nach andern, eine Nymphe, Hygin. Astron. Poët. lib. II. c. 13. empfieng mit der Themis von der Ops den jungen Jupiter, ihn… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 16амалфеев рог — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}   =   фразеол. греч. Ἀμαλθείας κέρας имя одной… …

    Словарь церковнославянского языка

  • 17Τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ μυθ. θεά… …

    Dictionary of Greek

  • 18αμαλθείον — ἀμαλθεῑον, το [Ἀμάλθεια] το κέρας τής Αμαλθείας, σύμβολο πλούτου και αφθονίας «ἀδειάζει επὶ τὰς ὄχθας τοῡ κλεινού Ταμησοῡ καὶ δύναμιν καὶ δόξαν καὶ πλοῡτον ἀναρίθμητον τό ἀμαλθεῑον» (Κάλβου, Ο Φιλόπατρις) …

    Dictionary of Greek

  • 19Αίγειρα ή Αίγιρα — Αρχαία πόλη της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στη σημερινή θέση Παλαιόκαστρο, όπου βρέθηκαν και ερείπιά της, δηλαδή τα θεμέλια μικρού ναού του Δία και μαρμάρινη κεφαλή του θεού, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ο Παυσανίας… …

    Dictionary of Greek

  • 20Καλεπίνο, Αμπρόζιο — (Ambrogio Calepino, 1435 – 1511). Ιταλός λεξικογράφος. Έγινε σε νεαρή ηλικία μέλος του τάγματος των Αυγουστίνων και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη σύνταξη ενός μνημειώδους πολύγλωσσου λεξικού, που πρωτοεκδόθηκε στη λατινική γλώσσα… …

    Dictionary of Greek