κέρας
1κεράς — fem nom sg …
2κέρας — Aër. neut nom/voc/acc sg …
3κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …
4κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …
5Κέρας Ἀμαλϑείας. — См. Рог изобилия …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6κερίζω — [κέρας] (στην Κύπρο) 1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό 2. μτφ. συντροφεύω …
7κερά — κεράς fem voc sg …
8κεράδες — κεράς fem nom/voc pl …
9κεράεσι — κέρας Aër. neut dat pl …
10κεράεσσι — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) …