κέντρῳ
1κεντρώ — κεντρῶ, όω (Α) βλ. κεντρώνω …
2κέντρω — κέντρον any sharp point neut nom/voc/acc dual κέντρον any sharp point neut gen sg (doric aeolic) κεντρόω furnish with a sting pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κεντρόω furnish with a sting imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
3κέντρῳ — κέντρον any sharp point neut dat sg …
4κέντρωι — κέντρῳ , κέντρον any sharp point neut dat sg …
5остьнъ — ОСТЬН|Ъ (12), А с. 1.Острие, шип: но да прославѧтсѧ хвалѧщеи. акы ѡстномь памѧтью на равна˫а встающеи. (κέντρῳ) ГБ к. XIV, 132г; того ради хвалѧтсѧ славѧщеи бо ихъ прославлени. i ˫ак(о) остномь памѧтью ихъ пострѣкаѥми. Там же, 133а; | образн.:… …
6ARA — I. ARA Tria fuerunt Veterum in sacrificiis loca, per quae expiationem faciebant, Scrobiculus, quô Inferis: Ara, quâ terrestribus, et Altare seu Focus, quô Caelestibus factum est. Hinc Vir eruditus ad Iustinum l. 11. c. 5. Altare quid augustius et …
7επισπέρχω — ἐπισπέρχω (Α) 1. επιταχύνω, επισπεύδω («ἵππους κέντρῳ ἐπισπέρχων», Ομ. Ιλ.) 2. ακολουθώ γρήγορα 3. ορμώ παράφορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπέρχω «θέτω σε ταχεία κίνηση»] …
8κέντρωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 91 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 27 χλμ. Β της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το …
9κέντρωση — η (Α κέντρωσις) [κεντρώ] νεοελλ. η τοποθέτηση στο κέντρο αρχ. νύξη, κέντηση, κέντρισμα …
10κατακεντρώ — κατακεντρῶ, όω (Α) κοσμώ με κέντρα, με οξείες εξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεντρῶ «εφοδιάζω με κεντρί» (εδώ «με οξείες προεξοχές») (< κέντρον «κεντρί»)] …
- 1
- 2