κέκηφε
1κέκηφε — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τέθνηκεν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κεκαφηώς] …
2хабить — I хабить I портить : похабить, похабство, похабный, укр. охабити портить , охаблений негодный, гадкий , охаба распущенная женщина , русск. цслав. хабити, хаблɪѫ портить , хабенъ, хабленъ жалкий , болг. хабя, изхабя порчу , сербохорв. ха̏бати,… …
3κεκαφηώς — (Α) (επικ. τ. μτχ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) 1. (στον Όμ., μόνο σε φρ.) «κεκαφηότα θυμόν» την εξασθενημένη, την εξαντλημένη, την εκπνέουσα ψυχή 2. (σε μτγν ποιητές) (αμτβ.) εξαντλημένος, εξασθενημένος («δέμας κεκαφηός λιμῷ» σώμα εξαντλημένο από την… …
4κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …
5(keu̯ǝp-:) ku̯ēp-, ku̯ǝp-, kū̆ p- next to which occasional keu̯(e)p-, k(e)u̯ep- — (keu̯ǝp :) ku̯ēp , ku̯ǝp , kū̆ p next to which occasional keu̯(e)p , k(e)u̯ep English meaning: to smoke; to boil; to cook Deutsche Übersetzung: “rauchen, wallen, kochen; also seelisch in Aufruhr, in heftiger Bewegung sein” Note:… …