κέδματα

  • 1κέδμα — κέδμα, τὸ (Α) (αμφβλ. ερμ.) στον πληθ. τὰ κέδματα α) κιρσοί β) κατά πλάτος διαστολή τής κοίλης φλέβας, ανεύρυσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με (σ)κεδάννυμι δεν φαίνεται πιθανή, γιατί δεν συμφωνεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά.… …

    Dictionary of Greek

  • 2κεδματώδης — κεδματώδης, ῶδες (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα κέδματα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδμα, ατος + επίθημα ώδης*] …

    Dictionary of Greek