1κάτοικτος — κάτοικτος, ον (Α) άξιος οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσ οικτος, έπ οικτος] …
Dictionary of Greek
2κάτοικτος — pitiable masc/fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)