κάσσυμα
1κάσσυμα — κάσσῡμα , κάσσυμα anything stitched of leather neut nom/voc/acc sg …
2κάσσυμα — το βλ. κάττυμα …
3Антоний I (Патриарх Константинопольский) — Патриарх Антоний I Αντώνιος Α΄ 82 й Константинопольский патриарх январь 821   январь 837 …
4κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… …
5κασσυμάτων — κασσῡμάτων , κάσσυμα anything stitched of leather neut gen pl …
6κασσύματα — κασσύ̱ματα , κάσσυμα anything stitched of leather neut nom/voc/acc pl …
7κασσύματος — κασσύ̱ματος , κάσσυμα anything stitched of leather neut gen sg …
8καττυμάτων — καττῡμάτων , κάσσυμα anything stitched of leather neut gen pl (attic) …
9καττύμασι — καττύ̱μασι , κάσσυμα anything stitched of leather neut dat pl (attic) …
10καττύμασιν — καττύ̱μασιν , κάσσυμα anything stitched of leather neut dat pl (attic) …
- 1
- 2