κάρᾱ
81καρατομηθέντος — καρᾱτομηθέντος , καρατομέω behead aor part pass masc/neut gen sg …
82καρατομουμένη — καρᾱτομουμένη , καρατομέω behead pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) …
83καρατομοῦντες — καρᾱτομοῦντες , καρατομέω behead pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …
84καρατομοῦσαν — καρᾱτομοῦσαν , καρατομέω behead pres part act fem acc sg (attic epic doric) …
85καρατομῆς — καρᾱτομῆς , καρατομέω behead pres ind act 2nd sg (doric) …
86καρατομῆσαι — καρᾱτομῆσαι , καρατομέω behead aor inf act …
87καρατομήσαντες — καρᾱτομήσαντες , καρατομέω behead aor part act masc nom/voc pl …
88καρατομήσαντος — καρᾱτομήσαντος , καρατομέω behead aor part act masc/neut gen sg …
89καρατομήσας — καρᾱτομήσᾱς , καρατομέω behead aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
90καρατομήσειε — καρᾱτομήσειε , καρατομέω behead aor opt act 3rd sg …