κάρᾱ
71καρατομεῖν — καρᾱτομεῖν , καρατομέω behead pres inf act (attic epic doric) …
72καρατομεῖς — καρᾱτομεῖς , καρατομέω behead pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …
73καρατομεῖσθαι — καρᾱτομεῖσθαι , καρατομέω behead pres inf mp (attic epic) …
74καρατομεῖται — καρᾱτομεῖται , καρατομέω behead pres ind mp 3rd sg (attic epic) …
75καρατομηθεῖεν — καρᾱτομηθεῖεν , καρατομέω behead aor opt pass 3rd pl …
76καρατομηθεῖσαν — καρᾱτομηθεῖσαν , καρατομέω behead aor part pass fem acc sg …
77καρατομηθείη — καρᾱτομηθείη , καρατομέω behead aor opt pass 3rd sg …
78καρατομηθείς — καρᾱτομηθείς , καρατομέω behead aor part pass masc nom/voc sg …
79καρατομηθείσης — καρᾱτομηθείσης , καρατομέω behead aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …
80καρατομηθῆναι — καρᾱτομηθῆναι , καρατομέω behead aor inf pass …