κάρπωσις
1κάρπωσις — use fem nom sg …
2καρπώσει — κάρπωσις use fem nom/voc/acc dual (attic epic) καρπώσεϊ , κάρπωσις use fem dat sg (epic) κάρπωσις use fem dat sg (attic ionic) καρπόω bear fruit aor subj act 3rd sg (epic) καρπόω bear fruit fut ind mid 2nd sg καρπόω bear fruit fut ind act 3rd sg …
3καρπώσεις — κάρπωσις use fem nom/voc pl (attic epic) κάρπωσις use fem nom/acc pl (attic) καρπόω bear fruit aor subj act 2nd sg (epic) καρπόω bear fruit fut ind act 2nd sg …
4καρπώσεσι — κάρπωσις use fem dat pl …
5κάρπωσιν — κάρπωσις use fem acc sg …
6CARPOSIS — Hesych. Κάρπωσις, ςθυσία Α᾿φροδιτης εν Α᾿μαςθοῦντι …
7κάρπωση — Η χρήση και η απόκτηση των προϊόντων που παράγει ένα αστικό ακίνητο, δηλαδή η είσπραξη των μισθωμάτων ή η ιδιοκατοίκηση καθώς και η άντληση υλικών οφελών από τα προϊόντα αγρών. Στην περίπτωση της νομής δημιουργείται εκ των πραγμάτων δικαίωμα κ.… …
8καρπώσιμος — καρπώσιμος, ον [κάρπωσις] 1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς 2. προσοδοφόρος, αποδοτικός …
9τέρχνος — και τρέχνος, εος, τὸ, Α 1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι 2. στον πληθ. τέρχνεα (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια». [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε νος (πρβλ. ἔρ νος, κτῆ νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα ἐντάφια» συνδέεται με… …
10καρπώσεων — καρπώσεω̆ν , κάρπωσις use fem gen pl …
- 1
- 2