κάρηνον

  • 21μιλτοκάρηνος — μιλτοκάρηνος, ον (Α) (για ψάρι) αυτός που έχει κόκκινο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κάρηνος(< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 22ξανθοκάρηνος — ξανθοκάρηνος, ον (Α) (επίθ. τού Βάκχου) αυτός που έχει ξανθό κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κάρηνον «κεφαλή» (πρβλ. χρυσο κάρηνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 23οξυκάρηνος — ὀξυκάρηνος, ον (Α) οξυκέφαλος, αυτός που έχει οξεία, σουβλερή κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 24ορθοκάρηνος — ὀρθοκάρηνος, ον (Α) (δ. γρφ.) αυτός που έχει σηκωμένο το κεφάλι, ορθοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. μιλτο κάρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 25πολυκάρηνος — και επικ. τ. πουλυκάρηνος, ον, Α αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 26προκάρηνος — ον, Α πεσμένος μπρούμυτα με το κεφάλι μπροστά, πρηνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κάρηνον «κεφάλι» (πρβλ. ἀμφι κάρηνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 27ταυροκάρηνος — ον, ΜΑ (για ελέφαντα) αυτός που έχει κεφάλι ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. χρυσο κάρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 28τρικάρηνος — και δωρ. τ. τρικάρανος, ον, Α αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı κάρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 29τρισσοκάρηνος — ον, Α τρισσοκέφαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δι κάρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 30υψηλοκάρηνος — ον, Α υψαύχενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ὀρθο κάρηνος] …

    Dictionary of Greek