κάρηνον

  • 11αερσικάρηνος — ἀερσικάρηνος, ον (Μ) αυτός που υψώνει υπερήφανα το κεφάλι, που κοιτάζει αφ’ υψηλού, αγέρωχος, υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + κάρηνον «κεφάλι»] …

    Dictionary of Greek

  • 12ακάρηνος — ἀκάρηνος, ον (Α) [κάρηνον] ο χωρίς κεφάλι, ο ακέφαλος …

    Dictionary of Greek

  • 13γελωτοκάρηνος — γελωτοκάρηνος, ον (Μ) αυτός που φοράει μάσκα γελωτοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως ( ωτος) + κάρηνον «κεφαλή»] …

    Dictionary of Greek

  • 14εσχατώ — ἐσχατῶ, άω (Α) [έσχατος] 1. μένω τελευταίος 2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο 3. φθάνω στο τέλος («κούρη ἀπ ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.) 4. φρ. α) «ἀφ ἑσπέρου ἐσχατόωντος» από την απωτάτη δύση (Καλλ.) β) «κάρηνον ἐσχατόων» το τμήμα… …

    Dictionary of Greek

  • 15ετεροκλονώ — ἑτεροκλονῶ, έω (Α) σείω προς το ένα μέρος, προς τη μία πλευρά («ἑτεροκλονέων τε κάρηνον», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κλονώ] …

    Dictionary of Greek

  • 16κάρανον — κάρανον, τὸ (Α) [κάρα] δωρ. τ. τού κάρηνον* …

    Dictionary of Greek

  • 17κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …

    Dictionary of Greek

  • 18κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… …

    Dictionary of Greek

  • 19λειοκάρηνος — λειοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό κεφάλι, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 20μακροκάρηνος — μακροκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει μακρύ κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ταυρο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] …

    Dictionary of Greek