κάναδοι σιαγόνες
1κάναδοι — κάναδοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα*, κανδόχα] …
2ĝenu-2 f. and (ĝenǝdh- :) ĝonǝdh- — ĝenu 2 f. and (ĝenǝdh :) ĝonǝdh English meaning: chin Deutsche Übersetzung: “Kinnbacke, Kinn” Material: O.Ind. hánu ṣ f. “Kinnbacke”, Av. zünu ds., in compounds (with secondary ar. ĝh , Gũntert WuS. 11, 124 f.); Phryg. α… …