κάμμαρος
1κάμμαρος — και κόμμαρος και κόμμορος ὁ (Α) είδος μεγάλης γαρίδας, αστακού 2. κάμαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < IE *kәmr > καμαρ > κάμμαρ ος (με εκφραστικό διπλασιασμό) πρβλ. νορβ. cammore, αρχ. άνω γερμ. Hummer «αστακός». Ο μακεδονικός τ. κόμ(μ)αρος με τροπή… …
2κάμμαρος — lobster masc nom sg …
3καμμάροις — κάμμαρος lobster masc dat pl …
4καμμάρου — κάμμαρος lobster masc gen sg …
5καμμάρους — κάμμαρος lobster masc acc pl …
6καμμάρων — κάμμαρος lobster masc gen pl …
7καμμάρῳ — κάμμαρος lobster masc dat sg …
8κάμμαροι — κάμμαρος lobster masc nom/voc pl …
9κάμμαρον — κάμμαρος lobster masc acc sg …
10κάμαρος — και κάμμαρος, ὁ (Α) 1. είδος τού φυτού ακόνιτο 2. το φυτό δελφίνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. hemera «ελλέβορος», ρωσ. čemerica με την ίδια σημ., λιθουαν. kemėras «ρίγανη». Μαρτυρείται και γραφή κάμμαρος, η οποία …
- 1
- 2