κάμαξ
1κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το …
2κάμαξ — vine pole masc/fem nom/voc sg …
3καμάκεσσι — κάμαξ vine pole masc/fem dat pl (epic aeolic) …
4καμάκων — κάμαξ vine pole masc/fem gen pl …
5κάμακα — κάμαξ vine pole masc/fem acc sg …
6κάμακας — κάμαξ vine pole masc/fem acc pl …
7κάμακε — κάμαξ vine pole masc/fem nom/voc/acc dual …
8κάμακες — κάμαξ vine pole masc/fem nom/voc pl …
9κάμακι — κάμαξ vine pole masc/fem dat sg …
10κάμακος — κάμαξ vine pole masc/fem gen sg …
Страницы