κάλως el
1κάλως — reefing rope masc acc pl (epic doric ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc acc pl (attic epic ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc nom sg (attic epic ionic) …
2Κάλως — reefing rope nom sg …
3καλώς — τροπ. επίρρ. του επιθ. καλός καλά, σωστά, ευνοϊκά· συνηθίζεται κυρίως σε φράσεις χαιρετισμού και φιλοφρόνησης, όπως καλώς τα δέχτηκες, καλώς σας βρήκαμε, καλώς τόνε κ.ά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… …
5καλώς — (AM καλῶς) επίρρ. βλ. καλός …
6κάλῳς — κάλῳ̆ς , κάλως reefing rope masc dat pl (attic epic ionic) …
7καλῶς — καλός beautiful adverbial …
8καλώς — καλός beautiful masc acc pl (doric) …
9Τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. — τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. См. Что Бог послал, то и наше …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)