κάλχῃ
1κάλχη — murex fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2κάλχῃ — κάλχη murex fem dat sg (attic epic ionic) …
3κάλχη — η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη) ο κοχλίας ή ο έλικας τού ιωνικού κιονοκράνου αρχ. 1. ο κοχλίας τής πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα 2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα 3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που …
4καλχᾶν — κάλχη murex fem gen pl (doric aeolic) …
5καλχῶν — κάλχη murex fem gen pl …
6κάλχαις — κάλχη murex fem dat pl …
7κάλχην — κάλχη murex fem acc sg (attic epic ionic) …
8κάλχης — κάλχη murex fem gen sg (attic epic ionic) …
9CALCHA — apud Plin. l. 25. c. 8. Est et buphthalmos similis boum oculis foliô foeniculi circa oppida nascens fruticosa caulibus, qui et manduntur decocti. Quidam Calchan vocant. Ita veteres libri: dioscorides habet κάχλαν, Siculi κάλθαν dixêre, unde… …
10καλχαίνω — (Α) 1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα 2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα 3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ ἔπος», Σοφ.) 4. μτφ. επιθυμώ… …