κάλπη
1κάλπη — trot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2κάλπῃ — κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) …
3κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …
4κάλπη — η δοχείο μέσα στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τα ψηφοδέλτιά τους: Σε μερικούς μήνες θα στηθούν οι κάλπες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κάλπηι — κάλπῃ , κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) …
6κάλπην — κάλπη trot fem acc sg (attic epic ionic) …
7κάλπης — κάλπη trot fem gen sg (attic epic ionic) …
8κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
9BASTITANI — Hispaniae populi prope Turdulos, qui et Bastuli. Strabo l. 3. Ε᾿νταῦθα δὲ ὄρος ἐςτὶ τῶ Ι᾿βήρων τῶ καλουμεν´ων Βαςτητανᾶν, οὕς καὶ Βαςτοῦλους καλοῦσιν, καὶ Κάλπη. Ptolemaeus, βαςτουλῶν, τῶ καλουμεν´ων Ποινῶν, Μενραλία, Τρανσδούκτα, Βαρβήσυλα,… …
10CALPARE vel CALUPARE — CALPARE, vel CALUPARE unde Gallorum galopare, Latini dixêre de equis, a καλπάζειν vel καλπᾷν, quod currere significat; de tripedantibus equis inprimis, qui altius pedes tollendo et volubiliter glomerando grestus, quodammodo saltare et subsultim… …