κάλλιμος
1κάλλιμος — beautiful masc/fem nom sg …
2κάλλιμος — Λεπιδόπτερα της οικογένειας των νυμφαλιδών που περιλαμβάνει διάφορα είδη διαδεδομένα στη νοτιοανατολική Ασία. Στις πεταλούδες αυτές το χρώμα της επάνω επιφάνειας των πτερύγων είναι αρκετά διαφορετικό από το χρώμα της κάτω επιφάνειας. Ενώ προς τα… …
3κάλλιμον — κάλλιμος beautiful masc/fem acc sg κάλλιμος beautiful neut nom/voc/acc sg …
4κάλλιμα — κάλλιμος beautiful neut nom/voc/acc pl …
5κάλλιμε — κάλλιμος beautiful masc/fem voc sg …
6κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… …