κάλημι
1κάλημι — (Α) αιολ. τ. τού καλώ* …
2καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …
3kel-6, k(e)lē-, k(e)lā- or kl̥̄-? — kel 6, k(e)lē , k(e)lā or kl̥̄ ? English meaning: to call, cry Deutsche Übersetzung: “rufen, schreien, lärmen, klingen” Material: O.Ind. uṣü kala m. “rooster, cock” (“ἠι κανός”), kalüdhika , kalüvika ds., kalavíŋka ‘sparrow”,… …