κάθαρμα
1κάθαρμα — that which is thrown away in cleansing neut nom/voc/acc sg …
2κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας …
3κάθαρμα — το κακοήθης, φαύλος: Μη σε ξαναδώ στα μάτια μου, κάθαρμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κάθαρμ' — κάθαρμα , κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut nom/voc/acc sg …
5καθαρμάτεσσιν — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut dat pl (epic aeolic) …
6καθαρμάτων — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut gen pl …
7καθάρμασι — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut dat pl …
8καθάρμασιν — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut dat pl …
9καθάρματα — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut nom/voc/acc pl …
10καθάρματε — κάθαρμα that which is thrown away in cleansing neut nom/voc/acc dual …