κὰδ δ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα

  • 1κατακρεμάννυμι — (Α) κρεμώ από κάποιο μέρος προς τα κάτω («κάδ δ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] …

    Dictionary of Greek