1κἀθέμιστα — ἀθέμιστα , ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2λεωργός — και λεουργός, όν (Α) 1. ο ικανός να κάνει τα πάντα, πανούργος 2. (για πράξεις) βίαιος («λεωργὰ κἀθέμιστα», Αρχιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ουργός (< ἔργον*)] …
Dictionary of Greek