1κώνωπες — κώνωψ gnat masc nom/voc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2σάβηττοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «κώνωπες» …
Dictionary of Greek
3σοίκιδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «κώνωπες» …