κώδων)
1κώδων — bell masc/fem nom/voc sg …
2κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …
3κωδώνοιν — κώδων bell masc/fem gen/dat dual …
4κωδώνων — κώδων bell masc/fem gen pl …
5κώδωνα — κώδων bell masc/fem acc sg …
6κώδωνας — κώδων bell masc/fem acc pl …
7κώδωνες — κώδων bell masc/fem nom/voc pl …
8κώδωνι — κώδων bell masc/fem dat sg …
9κώδωνος — κώδων bell masc/fem gen sg …
10κώδωσι — κώδων bell masc/fem dat pl …