κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη

  • 1κύω — (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, συλλαμβάνω, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη», Λουκιαν.) 2. μτφ. κυοφορώ κάτι («κύει πόλις ἥδε», Θέογν.) 3. (στον ενεργ. αόρ.) ἔκυσα αφήνω έγκυο μια γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυῶ, κατά τα… …

    Dictionary of Greek