-
1 κύριος
[кириос] εκ. кардинальный, преимущественныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύριος
-
2 κύριος
[кириос] ουσ. а сударь, господинΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύριος
-
3 Κύριος
[Кириос] ουσ. а ГосподиΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Κύριος
-
4 господин
госп||оди́нм1. κύριος:\господинода́1 κύριοι!·2. (хозяин) уст. ὁ κύριος, ὁ ἀφέντης, τό ἀφεντικό· ◊ \господин положения κύριος τής κατάστασης· сам себе \господин κύριος τοῦ ἐαυτού του, ἀνεξάρτητος ἄνθρωπος. -
5 господин
-а, πλθ. -да, -од, -ам α.1. κύριος, κυρίαρχης, άρχοντας. || αφέντης, αφεντικό. || οικοδεσπότης.2. κύριος (από προνομιούχα τάξη). || κύριος (τιμητική προσηγορία, ειρωνικά ή περιφρονητικά).εκφρ.быть -ом своего слова ή своему слову – κρατώ το, λόγο μου, τηρώ την υπόσχεση•служу двум -ам – υπηρετώ δυο αφεντικά (δυο γραμμές, δυο κόμματα κ.τ.τ.)• сам себе господин είμαι κύριος του εαυτού μου, είμαι αυτεξούσιος. -
6 мачта
ο ιστ/ός, το κατάρτιкрепить - у растяжками στηρίζω τον - ό με σύρμα-τα/αντηρίδεςбизань - του επιδρομίσκου, η μετζάναзаваливающаяся мор. - σπαστός -запасная - αμοιβός -, το άλμπουρο του ρεσπέτουкороткая (однодеревка) - κοντός -, βραχύς -радиолокационная - του ραντάρ/ραδιοεντοπιστήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мачта
-
7 хозяин
-а, πλθ. хозяева-зяев α.1. κύριος, ιδιοκτήτης, κτήτορας, αφεντικό• νοικοκύρης οικοδεσπότης•хозяин дома ο σπιτονοικοκύρης•
хозяин замка πυργοδεσπότης•
хозяин магазина ο μαγαζάτορας•
хозяин предприятия ο επιχειτηματίας.
|| διαχειριστής•хозяин он плохой δεν είναι καλός νοικοκύρης. εξουσιαστής•
хозяин положения κύριος της κατάστασης.
|| (προσφώνηση)• κύριε•хорошо жившь хозяин καλά ζεις, κύριε.
2. ο σύζυγος.3. βλ. домовой (2 σημ.).4. (βιολ.)• οργανισμός στον οποίο ζει, το παράσιτο.εκφρ.быть -ом в собственном доме – είμαι κύριος (αφέντης) στο σπίτι μου•- ева поля – οι γηπεδούχοι (αθλητές, παίχτες). -
8 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
9 потребитель
1. (юридическое или физическое лицо) о χρήστης, ο καταναλωτής 2. (оборудование, система) το φορτίο, ο εξοπλισμός κατανάλωσηςтехнологический - τεχνολογικό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потребитель
-
10 румб
1. (мор., нвг.) о ρόμβος πυξίδαςη κάρτα (με 32 υποδιαιρέσεις), разг. το ρουμπίглавный - κύριος -, ο κύριος ανεμό-ρομβος2. (геод.) о ρόμβος (με 16 υποδιαιρέσεις).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > румб
-
11 главный
главный κύριος, βασικός γενικός (общий) \главныйгород (столица) η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα \главный врач о αρχίατρος \главный почтамт το κεντρικό ταχυδρομείο \главныйое управление η γενική διεύθυνση ◇ \главныйым образом κυρίως* * *κύριος, βασικός; γενικός ( общий)гла́вный го́род (столица) — η κύρια πόλη, η πρωτεύουσα
гла́вный врач — ο αρχίατρος
гла́вный почта́мт — το κεντρικό ταχυδρομείο
гла́вное управле́ние — η γενική διεύθυνση
••гла́вным о́бразом — κυρίως
-
12 господин
господин м 1) ο κύριος, ο αφέντης κύριε! (при обраще нии) 2) мн. \господина: дамы и \господина! κυρίες και κύριοι!* * *м1) ο κύριος, ο αφέντης; κύριε! ( при обращении)2) мн. господа́да́мы и господа́! — κυρίες και κύριοι!
-
13 капитальный
капитальный κεφαλαίος, κύριος, βασικός \капитальныйое строительство η βασική οικοδόμη ση \капитальный ремонт η γενική επισκευή* * *κεφαλαίος, κύριος, βασικόςкапита́льное строи́тельство — η βασικήοίκοδόμηση
капита́льный ремо́нт — η γενική επισκευή
-
14 основной
-
15 барин
баринм1. ὁ κύριος, ὁ ἀφέντης, ὁ ἀρχοντας;2. (в обращении) (ό) κύριος; ◊ жить \барином ζῶ ἀρχοντικά. -
16 барин
-а, πλθ.(απλ.) баре, κ. бары, бар, α.1. κύριος, αφέντης, άρχοντας. || αφεντικό, κύριος (ως προς τον υπηρέτη).2. τεμπέλης, φυγόπονος.εκφρ.жить -ом – ζω αρχοντικά, αρχοντοζώ, αρχοντοπερνώ•сидеть -ом – κάθομαι αρχοντικά, σαν άρχοντας. -
17 бей
бея α.(τίτλος) μπέης. || κύριος•Измаил бей ο κύριος Ισμαήλ.
-
18 властелин
-а α.(υψ. ύφος) μονοκράτορας, μονάρχης, άναξ. || κύριος, αφέντης•своей судьбы κύριος της τύχης του.
-
19 власть
-и θ.1. εξουσία•борьба за власть αγώνας για την εξουσία•
захват -и κατάληψη της εξουσίας•
прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•
власть государственная власть κρατική εξουσία•
исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•
верховная -η ανώτατη εξουσία.
2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•местные -и οι τοπικές αρχές.
εκφρ.ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•в моей, твоей – κλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου. -
20 Господь
Господа πλθ. δεν έχει Κύριος (ο Θεός).εκφρ.Господи !•, ах ты, Господи! – Θεέ μου!•не дай (не приведи) Господи – να μη δό-σει ο Θεός•упаси Господи – Θεός φυλάξει•знает ή ведает – ο Κύριος ξέρει•слава тебе -и – δόξα να ‘χει ο Θεός•прости -и – συγχώρησε Θεέ μου.
См. также в других словарях:
κύριος — having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc/fem nom sg κύ̱ριος , κῦρος the elder Cyrus neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο επίρρ. ίως 1. κυρίαρχος: Ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης. 2. ιδιοκτήτης, κάτοχος: Είναι κύριος πολλών οικοπέδων. 3. ουσιώδης, σπουδαιότερος. 4. στη γραμματική, κυριολεχτικός. 5. το αρσ., κύριος ως ουσ., δηλώνει το σύζυγο, τον αξιοπρεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυρίω — κύριος having power masc nom/voc/acc dual κύριος having power masc gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power masc/neut nom/voc/acc dual κῡρίω , κύριος having power masc/neut gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίως — κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc/fem acc pl (doric) κῡρίως , κυρίως like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριον — κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc/fem acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κυρέω hit imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίων — κύριος having power masc gen pl κῡρίων , κύριος having power fem gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/neut gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/fem/neut gen pl κῡρίων , κῦρος the elder Cyrus neut gen pl (doric) κυρέω hit pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίοις — κύριος having power masc dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/neut dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/fem/neut dat pl κυρέω hit pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίοισι — κύριος having power masc dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) κυρέω hit pres part act masc/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίου — κύριος having power masc gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/neut gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/fem/neut gen sg κυριόω pres imperat act 2nd sg κυριόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίους — κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc/fem acc pl κυριόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)