-
1 κύμα
[кима] ουσ. о. волна,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύμα
-
2 волна
-ы, πλθ. волны, δοτ. волнам, κ. волнам, οργν. волнами κ. волнами, προθτ. о волнах, κ. о волнах θ. κυρλξ. κ. μτφ. το κύμα•морская волна το κύμα της θάλασσας•
речная волна το κύμα του ποταμού•
солнце скрылось в волнах ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα κύματα•
волна недовольства κύμα αγανάχτησης•
волна света κύμα φωτός•
стачечная волна απεργιακό κύμα•
звуковая волна ηχητικό κύμα•
электромагнитные -ы ηλεκτρομαγνητικά κύματα•
длина -ы το μήκος κύματος.
-ы θ. (διαλκ.) το μαλλί. -
3 волна
волн||аж в разн. знач. τό κῦμα:\волна протеста κύμα διαμαρτυρίας· \волна забастовок τό ἀπεργιακό κῦμα· взрывная \волна τό ἐκρηκτικό κῦμα, ἡ ἐκρηξη· звуковая \волна τό ήχητικό κύμα, τό κύμα τοῦ ήχου· короткие волны τά βραχέα κύματα· длина \волнаώ τό μήκος τοῦ κύματος. -
4 качка
(мор) η θαλασσοταραχή, το κούνημα, η φουρτούνα, разг. η θάλασσα, боковая - το κύλισμα, ο διατοιχισμός, το μπότσιбортовая - см. боковая -килевая - о προνευστασμός, το σκαμπανέβασμαсильная - το ισχυρό κούνημα, η ισχυρή θαλασσοταραχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > качка
-
5 вал
вал Iм1. (земляная насыпь) τό ἀνάχωμα, τό ϋψωμα:крепостной \вал τό τειχόκαστρο, ὁ τοίχος του κάστρου;2. (волна) τό κῦμα (θάλασσας); ◊ девятый \вал τό ἔννατο κῦμα, τό μεγάλο κϋμα; огневой \вал воен. ὁ φραγμός πυρός.вал IIм тех. ὁ ἀξονας:приводной \вал ὁ κινητήριος ἄξονας; коленчатый \вал ὁ στροφαλοφόρος ἄξονας. -
6 заплеснуть
ρ.σ.1. κατακλύζω, πλημμυρίζω•волна -ла лодку το κύμα πλημμύρησε τη βάρκα.
2. (για κύμα) χτυπώ.(για κύμα) • χτυπώ. -
7 волна
το κύμαбортовая - мор. η θάλασσα (κύμα) από την πλευράвзрывная - см. ударная -встречная - мор. αντίθετο/πρυμναίο -- ы де Бройля см. - ы материи детонационная - εκπυρσοκρότησης- ουρανούкилометровые - ы см. длинные -кормовая мор. - πρύμνης- ы материи - τα ύλης, υλικά - ταметровые - ы (диапазон весьма высоких частот 30-300 MHz) λίαν βραχέα - ταмиллиметровые - ы (диапазон чрезвычайно высоких частот 30-300 GHz) χιλιοστομετρικό - (περιοχής φάσματος μεταξύ των συχνοτήτων 30 και 300 GHz)мири-аметровые - см. сверхдлинные -носовая - мор. - πλώρης- ы Рэлея επιφανειακά - τα, μακρά - ταсантиметровые - ы (диапазон сверхвысоких частот 3-30 GHz) υπερβραχέα - τα, τα μικροκύματαсверхзвуковая - υπερακουστικό -, υπερηχητικό -световая - (ядерного взрыва) - φωτός, φωτεινό -сильная - мор. η τρικυμία, η φουρτούναсредние - ы (диапазон средних частот 300 kHz - 3 MHz) μεσαία - τα, μέσα - τα (μεσαίας/μέσης συχνότητας)- κρούσης, κρουστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волна
-
8 волна
волна ж в разн. знач. το κύμα· короткие волны τα βραχέα κύματα· длина \волнаы το μήκος κύματος; на коротких -ax σε μήκος βραχέων κυμάτων* * *ж в разн. знач.το κύμαкоро́ткие во́лны — τα βραχέα κύματα
длина́ волны́ — το μήκος κύματος
на коро́тких волна́х — σε μήκος βραχέων κυμάτων
-
9 рой
ройм1. (насекомых) τό σμήνος, τό σμάρι/ τό μελίσσι (тк. пчел):пчелиный \рой τό μελίσσι, σμάρι ἀπό μέλισσες·2. перен τό κύμα:\рой воспоминаний κύμα ἀναμνήσεων. ροκ м ἡ μοίρα, ἡ εἰμαρμένη. -
10 девятый
αριθμ. τακτ. ένατος.εκφρ.девятый вал – το ένατο κύμα: α) σαν το πιο μεγάλο και πιο επικίνδυνο κύμα. β) μτφ. φοβερός και κορυφαίος. -
11 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
12 зарываться
1. (во что-л. сыпучее, рыхлое, мягкое) παραχωρούμαι, κρύβομαι 2. (о судне) μπαίνω με την πλώρη (στο κύμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зарываться
-
13 короткий
1. (по длине) κοντός, βραχύς 2. (по времени) σύντομος, μικρός 3. (немногословный, краткий) σύντομος 4 (быстрый, решительный) γρήγορος, απότομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > короткий
-
14 нашпиговать
пищ. γεμίζω (π.χ. με κυμά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нашпиговать
-
15 радиоволна
физ. το ραδιοκύμα, το ηλεκτρομαγνητικό κύμα(отражённая от ионосферы) - χώρου εκτρε-πόμενο προς την ιονόσφαιρα και ανακυκλωμένο κατόπιν τη γηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоволна
-
16 световой
φωτειν/ός, του φωτός- поток физ. η δέσμη του φωτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > световой
-
17 ударный
1. физ. κρουστικός 2. (музыкальный инструмент) το κρουστό (μουσικό όργανο) 3. лингв. τονισμέν/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ударный
-
18 цунами
το παλιρροϊκό κύματο τσουνάμι (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цунами
-
19 взрывной
взрывн||ойприл1. воен. ἐκρηκτικός:\взрывнойая волна τό κύμα ἐκρηξης·2. лингв. ὁ στιγμιαίος:\взрывнойые согласные τά στιγμιαία σύμφωνα. -
20 дрейфовать
дрейф||оватьсов и несов παρασύρομαι ἀπό τό ρεῦμα, ἀπό τό κῦμα ἐπιπλέω.
См. также в других словарях:
Κύμα — Κύμᾱ , Κύμη fem nom/voc/acc dual Κύμᾱ , Κύμη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῦμα — anything swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
κύμα — το, ατος 1. φούσκωμα της επιφάνειας της θάλασσας που προκαλείται από τον άνεμο, εξόγκωμα. 2. ό,τι μοιάζει με κύμα: Οι εχθροί ορμούσαν κατά κύματα. 3. στη φυσική, παλμική κίνηση που μεταδίδεται από μόριο σε μόριο: Αυτά λέγονται ηχητικά κύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκάρσιο κύμα — Κύμα του οποίου η διεύθυνση διάδοσης είναι κάθετη προς τις κινήσεις των υλικών σωματίων που μεταφέρουν το κύμα. Για παράδειγμα, αν ένα κατακόρυφο τεντωμένο νήμα μπει σε ταλάντωση στο ένα άκρο, η διαταραχή κινείται κατά μήκος του νήματος, τα… … Dictionary of Greek
νέο κύμα — I Μουσικό ρεύμα που κυριάρχησε στην σκεπτόμενη ελληνική νεολαία στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960 και χαρακτηριζόταν από εκφραστική λιτότητα, ευαισθησία και προβληματισμό. Υπήρξε ένα καθαρά ελληνικό φαινόμενο, με αρκετά δάνεια στοιχεία από… … Dictionary of Greek
κῦμ' — κῦμα , κῦμα anything swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύμας — Κύμᾱς , Κύμη fem acc pl Κύμᾱς , Κύμη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek