κύλιξ
1κύλιξ — cup fem nom/voc sg …
2κύλιξ — Είδος αγγείου της αρχαιότητας. Επρόκειτο για πολύ πλατύ και χαμηλό κύπελλο που έφερε δύο οριζόντιες λαβές, ψηλό πόδι και διακοσμήσεις στην εξωτερική και στην εσωτερική επιφάνειά της. Ήταν πολύ δημοφιλές κατά την ύστερη αρχαϊκή και την κλασική… …
3κυλίκεσσι — κύλιξ cup fem dat pl (epic aeolic) …
4κυλίκεσσιν — κύλιξ cup fem dat pl (epic aeolic) …
5κυλίκων — κύλιξ cup fem gen pl …
6κύλικα — κύλιξ cup fem acc sg …
7κύλικας — κύλιξ cup fem acc pl …
8κύλικες — κύλιξ cup fem nom/voc pl …
9κύλικι — κύλιξ cup fem dat sg …
10κύλικος — κύλιξ cup fem gen sg …
11κύλιξι — κύλιξ cup fem dat pl (epic) …
12κύλιξιν — κύλιξ cup fem dat pl (epic) …
13κύλικ' — κύλικα , κύλιξ cup fem acc sg κύλικι , κύλιξ cup fem dat sg κύλικε , κύλιξ cup fem nom/voc/acc dual …
14THERICLES — figulus Corinthius, a cuius nomine fictilia quaedam vasa Thericlea dicta sunt, Plin. l. 18. c. 40. Ad poculorum horum imitationem, e terebintho postmodum calices facti sunt, adeo similes, ut a fictilibus vix dignoscerentur, atque hi tornatiles… …
15επίστιος — ἐπίστιος, ον (Α) 1. εφέστιος* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιος το ανίσωμα*. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ.… …
16κυλίκιον — κυλίκιον, τὸ (Α) μικρή κύλιξ, ποτηράκι, κυπελλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + υποκορ. κατάλ. ιoν] …
17κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… …
18πέλιξ — ικος, ἡ, Α κύλιξ* ή προχοΐδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) + επίθημα ιξ (πρβλ. κύλιξ), αρχαιότατη λ. που μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. perike = πέλικες)] …
19Βατικανό — (Vaticano). Μικρό τμήμα της Ρώμης. Εκτείνεται στον ομώνυμο λόφο (υψόμ. 77) και φτάνει έως τη δεξιά όχθη του Τίβερη. Έδρα του πάπα και της παπικής αυλής από το 1377, το Β. ανακηρύχθηκε με τη Συνθήκη του Λατερανού (11 Φεβρουαρίου 1929) ξεχωριστό… …
20куликать — пьянствовать , диал. подбирать, копить , колымск. (Богораз), укр. куликати. Вероятно, от кулик II. шествие ряженых ; см. Бернекер 1, 642; Брандт, РФВ 18, 29. Допустимо родство с клюкнуть выпить , наклюкаться. Возм., звукоподражательное от… …