κύβοι

  • 21τρις — τρίς, ΝΜΑ επίρρ. τρεις φορές (α. «καταδικάστηκε τρις εις θάνατον» β. «ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ. γ. «νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και τρίς», Αριστοφ.) αρχ. 1. φρ. α) «ἐς τρίς» ή «ἐπὶ τρίς» ώς τρεις… …

    Dictionary of Greek

  • 22Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …

    Dictionary of Greek

  • 23κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης …

    Dictionary of Greek

  • 24Σμιθ, Νταίηβιντ — (Smith). Αμερικανός ζωγράφος και γλύπτης (Ντικάτουρ, Ιλινόις 1906 Νέα Υόρκη 1965). Σπούδασε ζωγραφική στο Art Students League της Νέας Υόρκης (1926 32). Κατά την περίοδο αυτή επηρεάστηκε από το σουρεαλισμό και από τον Πικασό και γύρω στο 1930… …

    Dictionary of Greek