κόρυσσε

  • 1κόρυσσε — κορύσσω furnish with a helmet pres imperat act 2nd sg κορύσσω furnish with a helmet imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κορύσσω — (Α) [κόρυς] 1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.) 3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν… …

    Dictionary of Greek