κόρη
1κόρη — girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) κόρις bug masc nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) κορέω satiate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κορέω satiate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
2κόρῃ — κόρη girl fem dat sg (attic epic ionic) κόρηι , κόρις bug masc dat sg (epic ionic) …
3κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …
4κόρη — η 1. κορίτσι, κοπέλα. 2. άγαμη γυναίκα. 3. το στρογγυλό άνοιγμα της ίριδας του ματιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κορῇ — κορέννυμι satiate fut ind mid 2nd sg (epic) κορέω satiate pres subj mp 2nd sg κορέω satiate pres ind mp 2nd sg κορέω satiate pres subj act 3rd sg …
6Κόρη — Κόρα fem nom/voc sg (epic ionic) …
7Κόρῃ — Κόρα fem dat sg (epic ionic) …
8πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …
9Φρονίμη — Κόρη του βασιλιά Ετέαρχου στον Αξό της Κρήτης. Ο Ετέαρχος έβαλε τον φίλο του έμπορο Θεμίσωνα, από τη Θήρα, να του ορκιστεί πως θα εκτελούσε οποιαδήποτε επιθυμία του. Έπειτα του ζήτησε να πάρει την κόρη του, που την είχε συκοφαντήσει στον πατέρα… …
10Χατσεψούτ — Κόρη του φαραώ Tούθμωση A’, που βασίλεψε στην Αίγυπτο ως φαραώ (18η δυναστεία). Ο Tούθμωσης B’, γιος του Tούθμωση A’ όχι από την επίσημη σύζυγό του, νομιμοποίησε την εξουσία του με τον γάμο τον οποίον έκανε με τη X., κόρη της επίσημης συζύγου του …