κόρη

  • 81Καρλότα — (Charlotta). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμονίδων και πριγκιπισσών. 1. Κ. (15ος αι.). Βασίλισσα της Κύπρου (1456 60), κόρη του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Γ’. Διαδέχθηκε τον πατέρα της το 1456 και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τον κόμη της Γενεύης Λουδοβίκο… …

    Dictionary of Greek

  • 82Μουσείο, Αρχαιολογικό Ελευσίνας — Το κτίριο του μουσείου, που βρίσκεται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, χτίστηκε αρχικά το 1890, σε σχέδια του Γερμανού αρχιτέκτονα Καβεράου, για να στεγάσει ευρήματα των ανασκαφών, και επεκτάθηκε το 1892 σε σχέδια του Έλληνα αρχιτέκτονα …

    Dictionary of Greek

  • 83Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε …

    Dictionary of Greek

  • 84Φίλα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πρώτη σύζυγος του Φιλίππου B’ της Μακεδονίας, αδελφή του Δέρδα B’ και του Μαχάτη. Πέθανε το 357 π.Χ. 2. Πρωτότοκη κόρη του Αντιπάτρου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αντιβασιλιά κατά τη διάρκεια της… …

    Dictionary of Greek

  • 85Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …

    Dictionary of Greek

  • 86Σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… …

    Dictionary of Greek

  • 87Φαέθουσα — Μυθικό πρόσωπο, κόρη του Ήλιου. Όπως αναφέρει ο Όμηρος, αυτή και η αδελφή της Λαμπετίη φύλαγαν τις ιερές αγέλες με τα βόδια του πατέρα τους στο νησί Θρινακία. Μητέρα της ήταν η Νέαιρα ή η Ρόδη και αδελφός της ο Φαέθων. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται …

    Dictionary of Greek

  • 88ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… …

    Dictionary of Greek

  • 89κορικός — ή, ό (Α κορικός, ή, όν) [κόρη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, κοριτσίστικος, παρθενικός νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κόρη τού ματιού («κορικός υμένας») αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρη, στην Περσεφόνη. επίρρ …

    Dictionary of Greek

  • 90πρωτογένεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, η πρώτη γυναίκα στον κόσμο ύστερα από την εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους από τον κατακλυσμό. Κατά την παράδοση, την απήγαγε ο Ζευς στο Μαίναλο της Αρκαδίας, και από την ένωσή της …

    Dictionary of Greek