κόρη
21Φημονόη — Κόρη του Απόλλωνα κατά την ελληνική μυθολογία. Η Φ. υπήρξε η πρώτη Πυθία των Δελφών. Σ’ εκείνη αποδίδεται η αναγραφή στον ναό του Απόλλωνα των Δελφών του γνωμικού «Γνώθι σαυτόν» …
22Φιλωτέρα — Κόρη του Πτολεμαίου A’ και της Βερενίκης, που ονομάστηκε βασίλισσα, αν και δεν άσκησε ποτέ βασιλική εξουσία. Έμεινε ανύπαντρη, και τη θεωρούσαν υπόδειγμα σεμνότητας. Ο αδελφός της Πτολεμαίος B’ καθιέρωσε λατρεία της Φ., που εμφανίζεται ως θεά σε… …
23Χρυσηίδα — Κόρη του Χρύσου, που ήταν ιερέας του Απόλλωνα στην πόλη Χρύσα της Τροίας. Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα πως όταν ο Αχιλλέας κυρίευσε τη Χρύσα, πήρε αιχμάλωτες τη X. και τη Βρισηίδα. Τη Βρησηίδα την κράτησε για τον εαυτό του και τη X. την έδωσε,… …
24κορᾶν — κόρη girl fem gen pl (attic doric aeolic) …
25κορέων — κόρη girl fem gen pl (attic epic ionic) κορέω satiate pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …
26κορῶν — κόρη girl fem gen pl (attic) κορέω satiate pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
27κουρᾶν — κόρη girl fem gen pl (epic doric ionic aeolic) κουρά cropping fem gen pl (attic doric ionic aeolic) …
28κοῦραι — κόρη girl fem nom/voc pl (epic ionic) …
29κούραις — κόρη girl fem dat pl (epic ionic) …
30κούραισιν — κόρη girl fem dat pl (epic ionic aeolic) …