κόρη

  • 11κόραι — κόρη girl fem nom/voc pl (attic) κόρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12κόρηι — κόρῃ , κόρη girl fem dat sg (attic epic ionic) κόρις bug masc dat sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13φιαλώ — Κόρη του αρκαδικού ήρωα Αλκιμέδοντα, που γέννησε κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία από τον Ηρακλή τον Αιχμαγόρα. Ο πατέρας της, για να την τιμωρήσει, την έδεσε σε ένα δέντρο σε κάποιο βουνό και δίπλα της απόθεσε το βρέφος, για να γίνουν βορά των …

    Dictionary of Greek

  • 14Αλκίς — Κόρη του Θηβαίου Αντίποινου, που δέχτηκε να θυσιαστεί με την αδελφή της Ανδρόκλεια στη θέση του πατέρα της, όταν ένας χρησμός είπε πως η νίκη εναντίον των Ορχομενίων εξασφαλιζόταν με τη θυσία ενός επιφανέστατου Θηβαίου …

    Dictionary of Greek

  • 15Περιγόνη — Κόρη του ληστή Σίνη. Όταν ο Θησέας σκότωσε τον πατέρα της κρύφτηκε στα χωράφια και παρακαλούσε τα φυτά να την προστατέψουν. Τελικά ο Θησέας τη βίασε και η Π. γέννησε απ’αυτόν το Μελάνιππο. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλούταρχου, παντρεύτηκε αργότερα …

    Dictionary of Greek

  • 16Πολυκρίτη — Κόρη από τη Νάξο. Στον πόλεμο μεταξύ Μιλησίων και Ναξίων, αιχμαλωτίστηκε από τον Διόγνητο, τον ηγεμόνα των Ερυθραίων, που την ερωτεύτηκε και τη βοήθησε να σώσει την πόλη που απειλούσαν οι Μιλήσιοι και οι Ερυθραίοι. Οι Νάξιοι νίκησαν τους… …

    Dictionary of Greek

  • 17Πρόκνη — Κόρη του Αθηναίου βασιλιά Πανδίονα και της Ζευξίππης, αδελφή της Φιλομήλας και του Ερεχθέα. Ο πατέρας της την πάντρεψε με τον βασιλιά της Θράκης Τηρέα, για να του ανταποδώσει τη βοήθεια που εκείνος του παρείχε στον πόλεμο. Η Π. απέκτησε από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 18Ρωξάνη — Κόρη του ηγεμόνα της Βακτριανής Οξυάρτη και γυναίκα του Μεγάλου Αλέξανδρου. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος είχε καταλάβει το φρούριο της Πέτρας στη Σογδιανή, την έπιασε αιχμάλωτη. Ήταν όμως τόσο ωραία, ώστε την νυμφεύτηκε το 327 π.Χ. Η Ρ. απόχτησε ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 19Υψιπύλη — Κόρη του βασιλιά της Λήμνου Θόαντα. Η Αφροδίτη, οργισμένη επειδή οι γυναίκες της Λήμνου δεν την τιμούσαν, τις τιμώρησε με φοβερή δυσοσμία του σώματος, κι εκείνες σκότωσαν τους άντρες τους, επειδή δεν τις πλησίαζαν πια. Η Y., που ανακηρύχθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 20Φατίμα — Κόρη του Μωάμεθ και της πρώτης του γυναίκας Χαντίτζα. Παντρεύτηκε τον Αλή, εξάδελφο του Προφήτη, και απέκτησε απ’ αυτόν, εκτός από τις δύο κόρες Ζαϊνάμπ και Ουμ Κουλθούμ, δύο γιους, τον Χασάν και τον Χουσεΐν, που διαδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο… …

    Dictionary of Greek