κόπῳ

  • 81προεκλύω — Α 1. χαλαρώνω προηγουμένως κάτι («προεκλύειν τον στόμαχον», Αθήν.) 2. εξασθενώ, αδυνατίζω κάτι προηγουμένως («προεκλύειν τὸ ἐνστατικόν» να εξασθενεί προηγουμένως την αντίσταση, Αλέξ. Αφροδ.) 3. ελαττώνω, περιορίζω προηγουμένως τη δύναμη… …

    Dictionary of Greek

  • 82σκελοκοπούμαι — έομαι, Α έχω τσακισμένα τα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + κοποῦμαι (< κοπῶ < κοπος < κόπτω), πρβλ. στερνο κοποῦμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 83φροντιδοκοπούμαι — έομαι, Μ ταλαιπωρούμαι από φροντίδες, από έγνοιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροντίς, ίδος + κοποῦμαι (< κοπῶ < κοπος < κόπτω), πρβλ. στερνο κοποῦμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 84φτεροκοπώ — άω, Ν (για πτηνό) χτυπώ τον αέρα με τις φτερούγες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτερό + κοπώ*] …

    Dictionary of Greek

  • 85χαροκοπώ — έω και άω, μέσ. χαροκοπιέμαι, Ν (αμτβ.) διασκεδάζω συνεχώς, γλεντοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + κοπώ*] …

    Dictionary of Greek

  • 86χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …

    Dictionary of Greek

  • 87ωτοκοπώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠτοκοπεῑ κεφαλαλγεῑ, ἐνοχλεῑ λαλῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κοπῶ (< κόπος < κόπτω)] …

    Dictionary of Greek