κόπῳ

  • 71κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …

    Dictionary of Greek

  • 72κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …

    Dictionary of Greek

  • 73λογοκοπώ — (Μ λογοκοπῶ, έω) νεοελλ. είμαι λογοκόπος, λέω κενές μεγαλοστομίες μσν. επαναλαμβάνω γνωστά, τετριμμένα, κοινά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κοπῶ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. δημοκοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 74μαγκλαβοκοπώ — μαγκλαβοκοπῶ και μακλαβοκοπῶ (Μ) ραβδίζω, χτυπώ με το ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκλάβιο + κοπῶ (< κόπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 75μαχαιροκοπώ — μαχαιροκοπῶ, έω (ΑM) μσν. χτυπώ με μαχαίρι («ὅλες μαχαιροκοπημένες ἦν καὶ εἰς τὸ αἷμαν κυλισμένες», Διγεν. Ακρ.) αρχ. κόβω, τέμνω κάτι χρησιμοποιώντας μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + κοπῶ*] …

    Dictionary of Greek

  • 76νεροκοπημένος — νεροκοπημένος, η, ον (Μ) (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κοπῶ (< κόπος), πρβλ. ξυλο κοπημένος] …

    Dictionary of Greek

  • 77νευροκοπώ — νευροκοπῶ, έω (Α) 1. κόβω τα νεύρα 2. κόβω τη χορδή τόξου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κόπος, ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 78ονυχοκοπώ — ὀνυχοκοπῶ, έω (Α) κόβω τα νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος + κοπῶ (< κόπος < κόπτω)] …

    Dictionary of Greek

  • 79ποδοκοπώ — έω, Μ 1. κόβω τα πόδια κάποιου 2. μτφ. καταστρέφω τη βάση, τα θεμέλια πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κοπῶ*] …

    Dictionary of Greek

  • 80πορδοκοπώ — Μ συνηθίζω να κλάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + κοπῶ*] …

    Dictionary of Greek