κόπῳ

  • 61βλαστοκοπώ — βλαστοκοπῶ ( έω) (Α) κόβω βλαστούς από δέντρο ή θάμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός + κοπώ* < κοπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 62βροντοκοπώ — 1. παράγω ισχυρό και συνεχή κρότο 2. δέρνω επί πολλήν ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] …

    Dictionary of Greek

  • 63γλωσσοκοπώ — ( άω) (Μ γλωσσοκοπῶ, έω) νεοελλ. 1. φλυαρώ 2. συκοφαντώ μσν. κόβω τη γλώσσα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κοπώ < κοπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 64γυαλοκοπώ — ( άω) είμαι στιλπνός, λάμπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 65δαδοκοπώ — ( άω) (Α δαδοκοπῶ, έω) κόβω δαδιά από ξύλο πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς, (δᾳδός) + κοπώ < κο πος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 66δειλοκοπώ — δειλοκοπῶ ( έω) (Α) εξαπατώ ή τρομοκρατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + κοπώ < κοπος < κόπτω (πρβλ. δοξοκοπώ, σεμνοκοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 67δεξιοκοπώ — δεξιοκοπῶ ( έω) (Μ) κόβω το δεξί χέρι κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + κοπώ < κοπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 68δερνοκοπιέμαι — κόπτομαι, θρηνώ, χτυπώ τα στήθια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρνω + κοπιέμαι < κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. στηθοκοπιέμαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 69ευλοκοπούμαι — εὐλοκοποῡμαι, έομαι (Α) τρώγομαι από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός + κοπούμαι τού κοπώ < κοπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 70καταπορνοκοπώ — καταπορνοκοπῶ, έω (Α) ξοδεύω, δαπανώ σε πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πορνο κοπῶ «είμαι προαγωγός»] …

    Dictionary of Greek