κόπῳ
41στηλοκοπώ — έω, Α αναγράφω κάτι πάνω σε στήλη με σκοπό την τιμωρία κάποιου, στηλιτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ] …
42στομοκοπώ — έω, Α μασώ, ξεκοκαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. χειρο κοπῶ] …
43συμβουλοκοπώ — έω, Μ κάνω άσκοπες συζητήσεις μπροστά σε άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβουλή + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] …
44σχοινοκοπώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) θερίζω σχοίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] …
45τενοντοκοπώ — έω, Α αποκεφαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. σφυρο κοπῶ] …
46τριζοκοπώ — άω, Ν τρίζω συνεχώς και παρατεταμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + κοπώ (< κόπος), πρβλ. λαμπο κοπώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα] …
47φτερνοκοπώ — πτερνοκοπῶ, έω, ΝΑ, και φτερνοκοπώ, άω, Ν φτερνοχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτέρνα / πτέρνη + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ] …
48φωνοκοπώ — και φωνοκοπάω, Ν φωνάζω αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κοπώ* (πρβλ. γλεντο κοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα] …
49χαλαζοκοπώ — έω, Α (το παθ.) χαλαζοκοποῡμαι, έομαι (για φυτό) καταστρέφομαι, σπάω από το χαλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπῶ] …
50χλωροκοπώ — έω, Α κόβω κάτι ενώ είναι ακόμη χλωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + κοπῶ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. χερσο κοπώ] …