κόπῳ
31-κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… …
32ματσουκοκοπώ — ματσουκοκοπῶ (Μ) χτυπώ κάποιον με ματσούκι («ραβδοκοποῡν, σκοτώνουν σε καὶ ματσουκοκοποῡν σε», διήγ. παιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ματσούκα + κοπῶ (< κόπος), πρβλ. ξυλο κοπώ] …
33νωτοκοπώ — νωτοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ] …
34πασσαλοκοπώ — έω, αττ. τ. πατταλοκοπώ, Α μπήγω πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. σφυρο κοπώ] …
35πραξικοπώ — έω, ΝΑ νεοελλ. ενεργώ με τρόπο βίαιο, αιφνίδιο και πραξικοπηματικό, κάνω πραξικόπημα αρχ. 1. κυριεύω με έφοδο ή προδοσία 2. εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶξις + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ] …
36πτεροκοπώ — έω, Α κόβω τα φτερά κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] …
37ρησικοπώ — έω, Α λογοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήσις + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] …
38ρινοκοπώ — ῥινοκοπῶ, έω, ΝΜΑ κόβω, αποκόπτω τη μύτη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + κοπῶ* (πρβλ. ξυλο κοπώ)] …
39σπαθοκοπώ — σπαθοκοπῶ, έω, ΝΜ χτυπώ με σπαθί, σπαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + κοπῶ* (πρβλ. φτερο κοπώ)] …
40στασιοκοπώ — έω, Μ εξεγείρω σε στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] …