κόπῳ

  • 21κρανοκοπώ — κρανοκοπῶ, έω (Α) κόβω τις κορυφές, κορφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κρᾶνον (βλ. λ. κρανίον) + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. αργυρο κοπώ, πετρο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 22κρημνοκοπώ — κρημνοκοπῶ, έω (Α) κρημνηγορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κοπώ, δημο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 23κριοκοπώ — κριοκοπῶ, έω (Α) μάχομαι με πολιορκητικό κριό («τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας ἅμα κριοκοπεῑν ἐνεχείρησαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, χρεω κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 24κυνοκοπώ — κυνοκοπῶ, έω (Α) ξυλοκοπώ κάποιον, δέρνω κάποιον σαν να ήταν σκυλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 25λακτοκοπίζω — και λακτοκοπώ (Μ) ποδοπατώ ή κλοτσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λακτοκοπώ < θ. λακτ τού λάξ (πρβλ. λακτίζω) + κοπῶ < κόπος < κόπτω (πρβλ. ιδρο κοπώ, ξυλο κοπώ). Ο τ. λακτοκοπίζω είναι υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ λακτοκόπησα τού… …

    Dictionary of Greek

  • 26λαμποκοπώ — άω 1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω 2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδρο κοπώ, μεθο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 27λεπτοκοπώ — λεπτοκοπῶ, έω (AM) κόβω κάτι σε μικρά τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κοπῶ (< κόπος), πρβλ. δημο κοπώ, ξυλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 28μυροκοπώ — μυροκοπῶ, έω (Μ) αλείφω με μύρα, με αρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. κυνο κοπώ, χειρο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 29πλευροκοπώ — άω / πλευροκοπῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού τού εχθρού αρχ. χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ ἀνερρήγνυ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 30τραχηλοκοπώ — έω, Α αποκεφαλίζω, καρατομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κοπῶ (< κοπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, ορτυγο κοπώ] …

    Dictionary of Greek