κόπῳ

  • 11θεροκοπώ — (Μ θεροκοπῶ, έω) θερίζω συνεχώς και με ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο κοπώ, μεθο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 12θρυοκοπώ — θρυοκοπώ, έω (Α) κόβω βούρλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + κοπώ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. βλαστο κοπώ, δενδρο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 13καλοκοπώ — καλοκοπώ, εω, (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλοκοπῆσαι ξυλοκοπῆσαι ἢ σχοινοκοπῆσαι»· [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, το «ξύλο» ή < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + κοπῶ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κοπώ, υλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 14καρδιοκοπώ — καρδιοκοπῶ (Μ) οδύρομαι από τα βάθη τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 15καταπετροκοπώ — καταπετροκοπῶ, έω (Α) σπάζω κάτι χτυπώντας το στις πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πέτρα + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. γρονθο κοπώ, φυλλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 16καυλοκοπώ — καυλοκοπῶ, έω (Μ) αποκόπτω τον καυλό, το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «πέος» + «κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ, ξυλο κοπῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 17κενοκοπώ — (Α κενοκοπῶ, έω) νεοελλ. (για μηχανή) κινούμαι μόνο με τη βοήθεια τού κενού που υπάρχει στο ψυγείο αρχ. κοπιάζω άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, καλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 18κλαδοκοπώ — κλαδοκοπῶ, έω (Μ) κόβω κλαδιά δέντρου, κλαδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + κοπώ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κοπώ, ξυλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 19κλοτσοκοπώ — κλοτσοκοπῶ, έω (Μ) δίνω αλλεπάλληλες και δυνατές κλοτσιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσῶ + κοπῶ (< κόπος < κόπος), πρβλ. ιδρο κοπώ, ξυλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 20κλωνοκοπώ — κλωνοκοπῶ, έω (AM) μσν. χτυπώ τα κλαδιά αρχ. κόβω τα κλαδιά, κλαδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + κοπῶ (< κόπος < κόπος), πρβλ. δενδρο κοπώ, ξυλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek